- νούμμων
- νοῦμμοςcurrent coinmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίνουμμον — δίνουμμον, το (Μ) νόμισμα αξίας δύο νούμμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + νούμμος «νόμισμα»] … Dictionary of Greek
πεντανούμμιον — τὸ, Α νόμισμα πέντε νούμμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + νοῦμμος «είδος νομίσματος»] … Dictionary of Greek